Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

έλληνας? εύκολο. άνθρωπος?....

στον απόηχο της επετείου σήμερα. στο μετρό διάχυτη ήταν η μυρωδιά σκορδαλιάς. το λεωφορείο πάλι ανέδιδε παστουρμά. διαφορετικά μέσα, διαφορετικοί κόσμοι, διαφορετικές μαγειρικές. υπό κανονικές συνθήκες θα αναθεμάτιζα την συνήθεια της ονειροπόλησης, που μου στοίχισε το δίπλωμα (μαζί με αρκετές χιλιάδες δραχμές τότε, αφού και τα μαθήματα είχα ολοκληρώσει και τα παράβολα πληρώσει). όμως ήταν μάης μήνας και ο κόσμος γεμάτος χρώματα, αρώματα και έρωτες...

έτσι και σήμερα. άνοιξη, ανθισμένες γλάστρες, τιτιβίσματα, καθαρός ουρανός και αυτές οι νερατζιές, μοσχοβολιά σκέτη! να θες να κάθεσαι από κάτω με τις ώρες και να παίρνεις τζούρες . και όσο για έρωτες... ε, για να κρατιέται απασχολημένο το μυαλό, όλο και κάτι βρίσκεται... όχι λοιπόν! δε θα μου χαλούσαν τη διάθεση μερικά κιλά σκορδαλιάς και παστουρμά! με τα ακουστικά στ' αυτιά κόλλησα στο παράθυρο και στην ονειροπόλησή μου...

και τα κατάφερα! κράτησα το συννεφάκι μου κοντά μου όλο το πρωινό. και αν κάτι πήγαινε να στραβώσει, του έριχνα μια κλεφτή ματιά και ο κόσμος γινόταν και πάλι όμορφος... το μεσημέρι γυρίζοντας με μία συνάδελφο, μου είπε πως με είδε στο όνειρό της. πως ήμουν πολύχρωμα ντυμένη και χαμογελαστή και ήρεμη. το συννεφάκι μου έκλεινε το μάτι...

με άφησε στη στάση μου. ο ''και του πουλιού το γάλα'' βασιλόπουλος ( που τώρα πια έχει αλλάξει σε φθηνοΠΟΛΗ - άλλαξαν και οι εποχές βλέπεις...) δούλευε κανονικά. απ' έξω και ο παππούς του. κάθε super-market έχει τους δικούς του ''ζητιάνους''. μαθαίνουν τους υπαλλήλους, τους γνωρίζουν κι αυτοί και κάποιες φορές ανταλλάσσουν δυο κουβέντες. ο παππούς του βασιλόπουλου είναι ένας συμπαθητικός άνθρωπος. πάντα περιποιημένος, με άσπρα γένια και μαλλιά. ώρες στέκεται όρθιος και περιμένει. δεν πλησιάζει, δεν ζητάει και το ευχαριστώ του είναι σαν να το λέει άνθρωπος που του παραχώρησες τη θέση στο λεωφορείο. τον συναντάω κάποιες φορές στον κυρ-κώστα, το μαγειρείο της περιοχής. εγώ παίρνω φαγητό σε πακέτο, ο παππούς κάθεται, να φάει σαν άνθρωπος. ανάλογα με την είσπραξη της μέρας διαλέγει και το φαγητό του.

σήμερα δεν ήθελα να κάνω ψώνια κι έτσι περίμενα στη στάση. λίγα μέτρα πιο κάτω, απέναντι από την είσοδο κι ο παππούς. σκέφτηκα, πως αν είχα ψωνίσει, θα του είχα δώσει κάτι, αλλά τώρα σαν να μην χρειαζόταν. απορροφήθηκα στις σκέψεις μου. κάπου εκεί ακούστηκε η φωνή του παππού. μιλούσε χαμηλόφωνα, σαν να είχε τον εαυτό του απέναντι και με ήρεμη φωνή του εξηγούσε ''τί να κάνεις, θα φας από τα σκουπίδια'' πάγωσα. σηκώθηκα, τον πλησίασα γρήγορα και του έδωσα χρήματα (μετά θα κάκιζα τον εαυτό μου που δεν φρόντισα να του δώσω περισσότερα, ΤΩΡΑ έχω γαμώτο, αύριο δεν ξέρω...) ''σ' ευχαριστώ, σ' ευχαριστώ πολύ, ε...'' άλλαξε ο τόνος της φωνής του...

το συννεφάκι μου από ώρα με είχε εγκαταλείψει. το ίδιο και η καλή μου διάθεση. το στομάχι μου ένας κόμπος που σε λίγο θ' ανέβαινε στον λαιμό κι από κει στα μάτια. άγριες μέρες μέσα στην άνοιξη...

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

κάτι να γυαλίζει...


δευτέρα βράδυ στο ταξί γυρνώντας σπίτι. ο οδηγός περίπου μεσήλικας, με κοτσίδα. μόλις είχε αποβιβάσει μια κοπέλα, ασιατικής καταγωγής. ''η καημένη, έχει μπερδευτεί μάλλον'' μου εξήγησε χωρίς να τον ρωτήσω και βάλθηκε να μου χαρτογραφεί τη χωρίς αποτέλεσμα διαδρομή που είχε ακολουθήσει. ήμουν πολύ κουρασμένη για να τον ακούσω, επειδή όμως είχε εκφραστεί με συμπάθεια για την νεαρή μετανάστρια, αποφάσισα να τον ανταμείψω παραχωρώντας του λίγη προσοχή.

''μου είπε να την αφήσω, αλλά δεν ξέρει που θέλει να πάει'' συνέχισε. ''μπορεί να πηγαίνει σε δουλειά'' είπα ό,τι μου ήρθε πρώτο στο μυαλό, απλά για να πω κάτι. ''μπα, όχι. δεν φαινόταν για τέτοια κοπέλα. ήταν μαζεμένη, καλό κορίτσι.'' σκέφτηκα τις κοπέλες που είδα προχθές στην 3ης Σεπτεμβρίου, λίγο πριν το Ε.Κ.Α. γυναίκες που θα μπορούσαν να είναι η γειτόνισσα του διπλανού διαμερίσματος, η φίλη που πέρασε φοιτήτρια, μια οποιαδήποτε κοπέλα που συναντάς στη στάση ενός λεωφορείου. τί εννοούσε ''μαζεμένη?

ήμουν πολύ κουρασμένη, για να μπω σε τέτοια κουβέντα. ''δεν με καταλάβατε, εννοούσα ότι μπορεί να κρατάει κάποιο παιδί....'' ''τέτοια ώρα?'' με διέκοψε. ήθελα να τελειώσει η κουβέντα. ''μπορεί να πηγαίνει σε γνωστούς της και να μην ξέρει ακριβώς το δρόμο. υποθέτω θα ρωτήσει και θα το βρει''. ο ταξιτζής συμφώνησε μαζί μου και χώθηκα ανακουφισμένη στο κάθισμα. τέλος γι απόψε...

αμ δε! ο άνθρωπος είχε όρεξη για κουβέντα. εγώ πάλι όχι. αφού μου ανέπτυξε τη θεωρία του που συνοπτικά προέβλεπε το τέλος του κόσμου, άρχισε να μου εξιστορεί τις συνθήκες στις οποίες μεγάλωσε. ''περιμέναμε τον νερουλά να μας φέρει νερό. παίρναμε τρία μπουκάλια για να πίνουμε και πλέναμε τα πιάτα με νερό από το πηγάδι. ο μπαμπάς μου .... '' εδώ σταμάτησα ν' ακούω. η προσφώνηση ''μπαμπάς'' από μεσήλικα με φέρνει σε αμηχανία.

φτάσαμε στο δρόμο μου. σε λίγο θα ήμουν σπίτι! πρόσεξα ένα νεαρό άνδρα, μελαμψό, με κουκούλα. είχε σταθεί στην άκρη του δρόμου, ακίνητος, σαν να κοίταζε κάτι με ενδιαφέρον. τον πρόσεξε και ο ταξιτζής. ''τί θα κάνει το καλόπαιδο? θα σπάσει 'κανα τζάμι'' αποφάσισε. ''μπορεί απλά να κοιτάει κάτι'' απάντησα μπερδεμένη. ο ίδιος άνθρωπος που είχε εκφραστεί με συμπάθεια για μία μετανάστρια, τώρα με εντελώς αυθαίρετο τρόπο καταδίκαζε έναν άνθρωπο λόγω της καταγωγής του.

''έχετε πολλούς τέτοιους πακιστανούς που κοιμούνται έξω?'' με επιβεβεβαίωσε. ''όχι...'' απάντησα προσπαθώντας να αποφασίσω τί θα κάνω. ''πάει, το 'σπασε!'' με ξάφνιασε. ''τον είδατε να το σπάει?'' θα έμπαινα στην κουβέντα. ''όχι, αλλά θα το σπάσει. 'κανα GPS, κάτι θα έχει για να πουλήσει!'' ''μα δεν το έσπασε! και να σας πω και κάτι? δεν θα ήθελα να βρεθώ σε τέτοια θέση, αλλά αν ο άλλος πεινάει, θα κλέψει για να φάει!'' ''ναι, αλλά όχι από 'μένα!'' απάντησε και σταμάτησε το ταξί έξω από το σπίτι μου.

έβγαλα να πληρώσω. γύρισε προς το μέρος μου και τινάχτηκε απότομα. ''τί είναι αυτό?'' τρόμαξε. ''ποιό?'' δεν καταλάβαινα τίποτα. μαζεύτηκε αμέσως.''τίποτα, νόμιζα πως κάτι γυάλιζε''. ακούστηκε ντροπιασμένος. ο ίδιος άνθρωπος που λίγα λεπτά πριν είχε εκφραστεί με τόση σιγουριά και αυτοπεποίθηση υπονοώντας την ανωτερότητά του, είχε φοβηθεί από κάτι που νόμιζε πως είχα (μαχαίρι?). μπερδεύτηκα ακόμη περισσότερο. σαν ''ρατσιστή'' μπορούσα εύκολα να τον αντιμετωπίσω. σαν φοβισμένο όμως? βγήκα από το ταξί και μπήκα στο σπίτι.







Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

ιστορίες χωρίς happy end...



με μια φίλη καθίσαμε για ένα καφέ τις προάλλες. μεσημεράκι μετά τη δουλειά (ένα από τα καλά του πρωινού ωραρίου είναι πως προλαβαίνεις να πιεις καφέ και να είναι μέρα!), βγήκαμε από το μετρό και καθίσαμε σε ένα ''φούρνο'',από αυτούς που μπορείς να βρεις από το ψωμί της μέρας μέχρι ένα γρήγορο γεύμα με συνοδεία freddo espresso. και τα τρία ( αρτοπωλείο, καφετέρια, ταχυφαγείο ) σε ένα δηλαδή. δεν έχω αποφασίσει ακόμα, αν τα συμπαθώ αυτά τα ''πολυκαταστήματα'' ή όχι...

την ιδιοκτήτριά του πάντως από την πρώτη ματιά αποφάσισα πως δεν τη συμπαθώ. αποφεύγω να το κάνω αυτό, γιατί είναι άδικο, αβάσιμο και κυρίως γιατί οι άνθρωποι σε εκπλήσσουν. έτσι προσπάθησα να αγνοήσω το ύφος προέδρου (ΔΝΤ τουλάχιστον) που υποστηριζόταν από το ανάλογο ντύσιμο και το άψογο (ξανθό) μαλλί κομμωτηρίου. με ''φορτωμένη'' ευγένεια (τέτοια που καταντάει στο άκουσμά της αγένεια) με ρώτησε τί θέλω. ''έναν φυσικό χυμό πορτοκάλι και έναν ελληνικό καφέ'' απάντησα. ''για τον καφέ θα περάσετε δίπλα'' (εννοούσε την κοπέλα που σχεδόν ακουμπούσε πάνω της σε κάθε κίνησή της).

πρόσεξα τις δύο κοπέλες πίσω από τις βιτρίνες με τα εδέσματα. δε θα ήταν πάνω από 22 χρονών, με μαλλιά μαζεμένα, σκουφάκι και στολή εργασίας. α! και κατακόκκινο κραγιόν (προφανώς στυλιστική λεπτομέρεια της αφεντικίνας). όμορφες και μόνο από την ηλικία τους. ευγενικές, αμίλητες και μαζεμένες. επανέλαβα την παραγγελία μου στην κοπέλα που έφτιαχνε τον καφέ και περίμενα.

εν τω μεταξύ η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού είχε βάλει μερικά πορτοκάλια σε ένα σωλήνα. από εκεί κατρακυλούσαν σε ένα ''κουτί''. από ένα άνοιγμα στο κάτω μέρος του έβγαινε χυμός. την ώρα που σκεφτόμουν, αν η μηχανή κόβει στη μέση τα πορτοκάλια ή τα στύβει μαζί με τη φλούδα, οπότε θα πρέπει να τα πλένουν καλά πριν τα στύψουν (δεν είδα κάτι τέτοιο), μπήκε στο μαγαζί ένας νεαρός γύρω στα 20. πλησίασε την ιδιοκτήτρια και τη ρώτησε, αν μπορούσε ν' αφήσει ένα βιογραφικό. χάρηκα την διάθεσή του να διεκδικήσει δουλειά, ένοιωσα κι ένα σφίξιμο για την αναμενόμενη άρνηση. η ιδιοκτήτρια κορδώθηκε. ''άφησέ το σ' εμένα''. ο νεαρός της έδωσε το βιογραφικό και έκανε να φύγει. ''μπαρίστας είσαι?'' πρόλαβε να τον ρωτήσει. ''ναι'', απάντησε εκείνος. ''τότε μη φύγεις, να με περιμένεις!''. με ενόχλησε το υπονοούμενο στη φωνή της. ''έχει τα τριπλά του χρόνια!'' σκέφτηκα... 

''μπαρίστας''... το ίδιο πρωί είχα ακούσει την λέξη για πρώτη φορά. σημαίνει ''αυτός που είναι πίσω από την μπάρα'' (κατά το αρσιβαρίστας δηλαδή???). τότε κατάλαβα τί συνέβαινε. μόλις εκείνη τη στιγμή η κοπέλα στους καφέδες είχε πληροφορηθεί την απόλυσή της. την κοίταξα. με σφιγμένο, κατακόκκινο στόμα εξακολουθούσε να ετοιμάζει την παραγγελία μου. δεν κοίταξε την ''αφεντικίνα'' της, δεν ρώτησε, ούτε διαμαρτυρήθηκε. απλά συνέχιζε τη δουλειά της. μόνο η άλλη κοπέλα που ήταν στα φαγητά, πέρασε από δίπλα της και της έσφιξε το χέρι. γρήγορα, μην την πάρει είδηση η κυρία...

μια χειρονομία που αν είχε φωνή θα έλεγε: ''άκουσα και είμαι εδώ. έχω ανάγκη τη δουλειά, αλλά έχω ανάγκη και να σου συμπαρασταθώ, όπως μπορώ. κουράγιο...'' μια ανθρώπινη αντίδραση σε μια απάνθρωπη συμπεριφορά. το κορίτσι μου έδωσε τον καφέ. ''έτοιμος και ο χυμός σας'' ανακοίνωσε η κυρία. ''και φαίνεται υπέροχος'' συμπλήρωσε. ''καλός είναι ο χυμός, αλλά ο καφές φαίνεται απολαυστικός'' της απάντησα, πλήρωσα και έφυγα...